- φτάκοιλο
- φτάκοιλο, το και φτακοίλι, τοβλ. εφτάκοιλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φτάκοιλο — το, Ν το εφτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτάκοιλο «ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μία φορά τον χρόνο», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] … Dictionary of Greek
φτακοίλι — το, Ν φτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτάκοιλο, κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
φταφόρι — το, Ν φτακοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά * με επιτ. σημ. + φόρι (< φέρω, πρβλ. εύ φορος), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. και λ. φτάκοιλο)] … Dictionary of Greek